- αμυγδαλάτος
- η, ο1) миндальный; 2) миндалевидный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμυγδαλάτος — και μυγδαλάτος, η, ο (Μ ἀμυγδαλάτος, η, ον) αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλου νεοελλ. 1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτο το γλύκισμα αμυγδαλωτό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος] … Dictionary of Greek
αμυγδαλάτος — η, ο 1. αυτός που είναι φτιαγμένος με αμύγδαλα: Ανάμεσα σ άλλα μας πρόσφεραν και αμυγδαλάτα, γλυκά καμωμένα με μέλι κι αμύγδαλα. 2. αυτός που έχει σχήμα αμύγδαλου: Είχε μάτια αμυγδαλάτα. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμυγδαλάτο γλύκισμα με πολλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
αμυγδαλόεις — ἀμυγδαλόεις, εσσα, εν (Α) [ἀμυγδάλη] καμωμένος από αμύγδαλα, αμυγδαλάτος … Dictionary of Greek
αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… … Dictionary of Greek
μυγδαλάτος — η, ο βλ. αμυγδαλάτος … Dictionary of Greek
αμυγδαλωτός — ή, ό βλ. αμυγδαλάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)